κληδονιστικός

κληδονιστικός
κληδονιστικός, -ή, -όν (AM) [κληδονίζω]
αυτός που ανήκει ή αρμόζει στην παρατήρηση οιωνών, που γίνεται με την παρατήρηση οιωνών, μαντευτικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”